πύννος

πύννος
Α
(κατά τον Ησύχ.) «πρωκτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (με εκφραστικό διπλασιασμό τού -ν-) αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τη λ. πύματος, ενώ κατ' άλλη άποψη η λ. συνδέεται με τον τ. πυγή* «οπίσθια» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *peu-/ *pu- «φουσκώνω» (πρβλ. και αρχ. ινδ. putau «οπίσθια», λεττον. pun(i)s «καμπούρα, οίδημα», λιθουαν. puta «φούσκωμα, πρήξιμο»). Ο τ., τέλος, συνδέεται με τη λ. «πουνιάζειν
παιδικοῖς χρῆσθαι» που παραδίδει ο Ησύχιος, πιθανότατα τής λακωνικής διαλέκτου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυγή — η, ΝΑ 1. Ο πρωκτός μαζί με τους γλουτούς, ο πισινός, τα πισινά, ο κώλος (α. «ἐγὼ δὲ σ ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ. β. «παίων καὶ παιόμενον νάρθηκι εἰς τὰς πυγάς», Λουκ.) 2. η ουρά («σεισοπυγίς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν …   Dictionary of Greek

  • πυννιάζω — Α [πύννος] πουνιάζω* …   Dictionary of Greek

  • πύματος — άτη, ον, Α 1. έσχατος, τελευταίος (α. «πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας», Ομ. Ιλ. β. «οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι», Ομ. Οδ.) 2. ο τελείως εξωτερικός, εξώτατος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή ή στην άκρη («ῥινὸς ὕπερ πυμάτης» πάνω από τη ρίζα τής μύτης, Ομ …   Dictionary of Greek

  • pū̆ -1, peu-, pou- also phu- —     pū̆ 1, peu , pou also phu     English meaning: to blow, blow up     Deutsche Übersetzung: von der Schallvorstellung der aufgeblasenen Backen; “aufblasen; aufgeblasen, angeschwollen, angeschwollen, aufgebauscht” etc.     Material: O.Ind.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”