- πύννος
- Α(κατά τον Ησύχ.) «πρωκτός».[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (με εκφραστικό διπλασιασμό τού -ν-) αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τη λ. πύματος, ενώ κατ' άλλη άποψη η λ. συνδέεται με τον τ. πυγή* «οπίσθια» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *peu-/ *pu- «φουσκώνω» (πρβλ. και αρχ. ινδ. putau «οπίσθια», λεττον. pun(i)s «καμπούρα, οίδημα», λιθουαν. puta «φούσκωμα, πρήξιμο»). Ο τ., τέλος, συνδέεται με τη λ. «πουνιάζεινπαιδικοῖς χρῆσθαι» που παραδίδει ο Ησύχιος, πιθανότατα τής λακωνικής διαλέκτου].
Dictionary of Greek. 2013.